избитый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

избитый - translation to πορτογαλικά


избитый      
(проторенный) batido, trilhado ; (общеизвестный) batido, banal, trivial
frase trilhada, chavão, lugar-comum      
избитая фраза
truísmo, banalidade      
избитая истина

Ορισμός

избитый
ИЗБ'ИТЫЙ, избитая, избитое; избит, избита, избито.
1. прич. страд. прош. вр. от избить
. Избитая девочка в слезах побежала домой. Избитый тарантас. Избитая дорога.
2. только ·полн., перен. Слишком обычный, опошленный частым употреблением, тривиальный. Избитое выражение. Избитая тема. Избитая истина.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για избитый
1. Вопрос уже традиционный, чтобы не сказать избитый.
2. Избитый огородник обратился в ближайший госпиталь.
3. Избитый палкой-"воспиталкой" Саша - щупленький пацаненок.
4. Избитый "яблочник" обратился в прокуратуру с жалобой.
5. Первым делом избитый охотник отправился в травмпункт.